- κανδόχα
- κανδόχα, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «κήλη».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καναδόκα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάναδοι — κάναδοι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σιαγόνες, γνάθοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το γνάθος, ενώ κατ άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών καναδόκα*, κανδόχα] … Dictionary of Greek
καναδόκα — καναδόκα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή τής αιχμής τού βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της.… … Dictionary of Greek